- σφαλερόνηκτος
- σφᾰλερόνηκτος, ον,A dangerous to swim,
ποταμοί Poll.3.103
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποταμοί Poll.3.103
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφαλερόνηκτος — ον, Α επικίνδυνος κατά την κολύμβηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαλερός + νηκτός (< νήχω «κολυμπώ»)] … Dictionary of Greek
σφαλερόνηκτοι — σφαλερόνηκτος dangerous to swim masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)